Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χερσὶ δόρυ

См. также в других словарях:

  • πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …   Dictionary of Greek

  • προτενής — ές, Α [προτείνω] αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρός, προτεταμένος (α. «κεράτων... ἀκρέμονες προτενεῑς», Οππ. β. «προτενές δόρυ χερσὶ μεμαρπώς», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • τρίαινα — η, ΝΜΑ μυθ. όπλο και σύμβολο τού Ποσειδώνος («ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών» Ομ. Οδ.) νεοελλ. καμάκι με τρεις αιχμές για αλιεία μεγάλων ψαριών, το τρικράνι αρχ. 1. είδος περόνης με τρεις οδόντες 2. τριαινοειδές δόρυ 3. μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»